Σχιζοειδής Διαταραχή της Προσωπικότητας
Τα άτομα με Σχιζοειδή Διαταραχή της Προσωπικότητας έχουν ελάχιστες κοινωνικές συναναστροφές, εκφράζουν λίγα συναισθήματα (ιδίως συναισθήματα θερμά και τρυφερά) και φαίνεται να αδιαφορούν για τον έπαινο ή την κριτική των άλλων.
Τα άτομα αυτά φαίνονται αφηρημένα και αδιάφορα, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ ντροπαλά.
Παρόλο που δεν τα καταφέρνουν καλά στην επαφή μέσα σε ομάδες, μπορεί να διαπρέπουν σε θέσεις όπου έχουν ελάχιστη επαφή με άλλους.
Η διαταραχή αυτή ονομαζόταν και η διαταραχή του “Φαροφύλακα”, ακριβώς επειδή η δουλειά αυτή ήταν άκρως μοναχική.
Διαγνωστικά κριτήρια
Ένας εκτεταμένος τύπος αποστασιοποίησης του ατόμου από κοινωνικές σχέσεις και ένα περιορισμένο εύρος στο να εκφράζει συναισθήματα σε πλαίσιο διαπροσωπικό, που αρχίζουν νωρίς στην ενήλικη ζωή και είναι παρόντα σε μία ποικιλία καταστάσεων, όπως φαίνεται από τέσσερα (ή περισσότερα από τα παρακάτω):
(1) το άτομο ούτε επιθυμεί ούτε ευχαριστιέται τις στενές σχέσεις συμπεριλαμβανόμενου του να είναι μέρος της οικογένειας
(2) σχεδόν πάντα επιλέγει μοναχικές δραστηριότητες
(3) ενδιαφέρεται λίγο, αν όχι καθόλου, να έχει σεξουαλικές εμπειρίες με κάποιο άλλο άτομο
(4) ευχαριστιέται με λίγες, αν όχι με καμιά, δραστηριότητες
(5) στερείται στενών ή έμπιστων φίλων εκτός από συγγενείς πρώτου βαθμού
(6) εμφανίζεται αδιάφορο στον έπαινο ή την κριτική των άλλων
(7) δείχνει συναισθηματική ψυχρότητα, είναι απόμακρο ή έχει άμβλυνση του συναισθήματος
Θεραπεία
Τα περισσότερα άτομα με τη διαταραχή αυτή σπάνια αναζητούν θεραπεία, εκτός αν προσέλθουν για κατάθλιψη, κατάχρηση ουσιών ή άλλα προβλήματα. Ένα από τα πρώτα χαρακτηριστικά που πρέπει να ξεπεραστούν στην αρχή της θεραπείας είναι η αίσθηση πως απειλούνται και πιέζονται όταν έρχονται «κοντά» με κάποιον. Η καλύτερη προσέγγιση, με βάση μελέτες, με αυτούς τους ασθενείς είναι η θεραπεία σχημάτων που είναι μια μορφή γνωσιακής ψυχοθεραπείας με στοιχεία συμπεριφορισμού.
Στα αγγλικά ο όρος είναι dissociation, στα ελληνικά αποδίδεται ως διάσχιση. Η διάσχιση είναι μια σύνθετη αμυντική διαδικασία που διατηρεί την ψυχική και φυσική σταθερότητα στον άνθρωπο. Μετά από μια τραυματική εμπειρία η διάσχιση επιτρέπει στο άτομο να μετακινηθεί από το γεγονός της τραυματικής εμπειρίας και από το βίωμά της και να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του περιβάλλοντος. Ουσιαστικά η διάσχιση ως αμυντική διαδικασία είναι συχνή σε αγχώδεις ή μετατραυματικές διαταραχές, σε διαταραχές της διάθεσης ή της προσωπικότητας. Είναι μια προστατευτική διαδικασία κατά την διάρκεια της τραυματικής διαδικασίας αλλά είναι δυσλειτουργική όταν εξακολουθεί να γίνεται και σε άλλες καταστάσεις. Με απλά λόγια είναι η διάσχιση- διαχωρισμός του συναισθήματος από το γεγονός. Σαν λειτουργία ξεκινάμε να την κάνουμε ακόμα και από την βρεφική ηλικία και πιο συχνά στην παιδική ηλικία και όχι μόνο. Την χρησιμοποιούμε σε καταστάσεις που συναισθηματικά πιεζόμαστε ή κακοποιούμαστε και επειδή δεν το αντέχουμε νοερά μεταφερόμαστε κάπου αλλού. Μερικά παραδείγματα είναι όταν κάποιος κακοποιείται είτε σωματικά είτε σεξουαλικά αποκόπτει το συναίσθημά του από τον σωματικό πόνο. Συχνά ένα θύμα μετά από την κακοποίηση μένει ανέκφραστο και παγωμένο. Ωστόσο δεν χρησιμοποιούμε την άμυνα απαραίτητα μόνο σε τόσο έντονες εμπειρίες αλλά και σε άλλες πιο συνηθισμένες όπως για παράδειγμα, στις φωνές της μητέρας ένα βρέφος αρχικά θα κλάψει όμως αν γίνεται συνέχεια προκειμένου να προστατευτεί είναι πιθανό να προσπαθήσει να αποσπάσει την προσοχή του με κάτι άλλο. Οι τσακωμοί των γονιών μπροστά στα παιδία, η λεκτική κακοποίηση, η εγκατάλειψη ή η απόρριψη είναι καταστάσεις που ένα παιδί δεν μπορεί να τις διαχειριστεί και τότε αμύνεται.
Η διάσχιση είναι δυσλειτουργική όταν εξακολουθήσει να γίνεται συνέχεια και σε άλλες καταστάσεις. Στην ενηλικίωση μπορεί να χρησιμοποιείται για απομόνωση- αποστασιοποίηση όχι απαραίτητα από δυσάρεστες καταστάσεις αλλά από καταστάσεις που το άτομο νιώθει ότι απειλείται ή ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί. Είναι συχνό ιδιαίτερα στην σχιζοειδική διαταραχή της προσωπικότητας το άτομο μέσα σε μια παρέα να απομονώνεται και να παρατηρεί τους άλλους. Μπορεί να φαίνεται περίεργο το παράδειγμα αλλά είναι απλό αν ως παιδί κάποιος βίωσε μια πολύ κακοποιητική σχέση με την μητέρα γι αυτόν η εγγύτητα ή η κοντινότητα συνδέεται με αρνητικά συναισθήματα, έτσι όταν βιώνει κοντινότητα με κάποιο άτομο μπορεί να νιώθει ότι απειλείται. Αυτή η διαδικασία διακόπτει την ουσιαστική επαφή με τους άλλους αλλά και με τον εαυτό μας. Η βίωση ενός αρνητικού γεγονότος έχει και κάποιες ανεκπλήρωτες ανάγκες όπως η ανάγκη για φροντίδα, ασφάλεια, αποδοχή, κατανόηση κ.α. με την διάσχιση το άτομο δεν έχει επίγνωση των ανεκπλήρωτων αναγκών κάτι που στην συνέχεια της ζωής του επιδεινώνει το τραύμα. Ουσιαστικά η έλλειψη συνοχής και επίγνωσης σε εσωτερικό επίπεδο του τραύματος, των συναισθημάτων που το συνοδεύουν και των ανεκπλήρωτων αναγκών δημιουργεί και έλλειψη συνοχής στον εαυτό.
Μέσα από την θεραπευτική σχέση το άτομο μπορεί να εξερευνήσει το τραύμα του, να περιγράψει το γεγονός ή να αναβιώσει-θυμηθεί με τεχνικές, τραυματικές εμπειρίες, να εκφράσει τα συναισθήματά του, τις σκέψεις του και να καλύψει τις ανεκπλήρωτες ανάγκες του μέσα από το re-mothering της θεραπευτικής σχέσης. Η θεραπευτική σχέση παρέχει ένα πλαίσιο οριοθετημένο και ασφαλές ώστε να μπορέσει το άτομο να σχετιστεί πραγματικά χωρίς άμυνες, να θυμηθεί και να νιώσει.