ΝΑΡΚΙΣΣΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ

Ο όρος ναρκισσισμός βασίζεται σε ένα πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας,το Νάρκισσο, ο οποίος, όταν ανακάλυψε την αντανάκλαση του προσώπου του στα νερά μιας πηγής, γοητεύτηκε τόσο πολύ που δεν μπορούσε να σταματήσει να την κοιτάζει. Η εικόνα του τον απορρόφησε τελείως, άρχισε να της μιλάει, την ερωτεύτηκε. Νόμιζε ότι κι εκείνη του μιλάει και αυτό τον απορρόφησε ακόμη περισσότερο. Μάλιστα λέγεται ότι θέλησε, βυθίζοντας το χέρι του στο νερό, να την αγγίξει και να την φέρει κοντά του. Παρά τις προσπάθειές του όμως δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει την αγάπη του και παρέμεινε στη θέση αυτή αυτό-θαυμαζόμενος, μέχρι που υπέστη μαρασμό και πέθανε. Στη θέση εκείνη, μετά από λίγο καιρό, φύτρωσε και το ομώνυμο λουλούδι, ως σύμβολο της φθοράς και των χθόνιων θεοτήτων.
Ο μύθος αυτός αναπαριστά με τον καλύτερο τρόπο την έννοια του ναρκισσισμού και τον τρόπο με τον οποίο ένα άτομο μπορεί να στραφεί και να απορροφηθεί από τον εαυτό του και την εικόνα του σε σημείο που να σταματήσει να ενδιαφέρεται και να αλληλεπιδρά με το εξωτερικό περιβάλλον. Να νιώθει ότι όλα περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό του, ότι όλοι λένε κάτι που αφορά τον ίδιο, ότι καθετί που συμβαίνει αφορά τον ίδιο και, έτσι, να μην συνδέεται ουσιαστικά με άτομα και καταστάσεις. Βέβαια, υφίστανται διαβαθμίσεις στην έννοια του ναρκισσισμού και ο υγιής ναρκισσισμός, με την έννοια του ενδιαφέροντος και της φροντίδας του εαυτού, υφίσταται σε όλους τους ανθρώπους και, μάλιστα, είναι απαραίτητος. Η ανάπτυξη του ανθρώπου εκκινεί από μια ναρκισσιστική κατάσταση: το βρέφος νιώθει ότι αποτελεί το επίκεντρο του κόσμου και είναι απορροφημένο από τον εαυτό του. Βρίσκοντας όμως ανταπόκριση από το περιβάλλον, η κατάσταση αυτή αποτελεί τη βάση για να εξελιχθεί η έννοια της αγάπης για τους άλλους. Εάν όμως το περιβάλλον αποδειχθεί ματαιωτικό και δεν προσφέρει ανταπόκριση, το βρέφος δεν μπορεί να εξελιχθεί, να αγαπήσει, και παραμένει προσκολλημένο στον εαυτό του, σαν το Νάρκισσο, να αγαπά και να θαυμάζει τον εαυτό του.
Γίνεται λόγος λοιπόν για την αρχική ναρκισσιστική κατάσταση από την οποία ξεκινά η ανάπτυξη κάθε ανθρώπου, για ναρκισσιστικά στοιχεία προσωπικότητας που συναντώνται επίσης σε κάθε άνθρωπο (για παράδειγμα, μεγαλύτερη ευθιξία, ανάγκη προβολής και επιβεβαίωσης κ.ά.) και, τέλος, για τη ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας με την οποία θα ασχοληθούμε παρακάτω.
– Κύρια χαρακτηριστικά της ναρκισσιστικής διαταραχής προσωπικότητας
Τα κυριότερα χαρακτηριστικά της ναρκισσιστικής διαταραχής προσωπικότητας είναι μια έντονη αίσθηση μεγαλομανίας (στη φαντασία ή στην πραγματικότητα), παράλληλα με μιαυπερευαισθησία στην αξιολόγηση και την κριτική των άλλων και μια έλλειψη ενσυναίσθησης που ξεκινά από την αρχή της ενηλικίωσης και είναι παρούσα σε διάφορα πλαίσια.
Η μεγαλομανής αίσθηση προσωπικής αξίας και σπουδαιότητας είναι πολύ έντονη. Τα άτομα με ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας τείνουν να μεγαλοποιούν και να υπερβάλλουν τα κατορθώματα και τα ταλέντα τους, και έχουν πάντα την προσδοκία να αντιμετωπίζονται ως κάτι «ξεχωριστό», «εξαιρετικό», ακόμη και όταν δεν έχουν καταφέρει κάτι ιδιαίτερο. Συχνά επίσης νιώθουν ότι ακριβώς επειδή αποτελούν κάτι «ξεχωριστό», τα προβλήματά τους είναι μοναδικά και μπορούν να κατανοηθούν μόνο από άλλους «ξεχωριστούς» ανθρώπους. Η αίσθηση μεγαλομανίας και αυτοθαυμασμού όμως εναλλάσσεται με αίσθημα απαξίωσης και αυτοκριτικής. Οι εναλλαγές μπορεί να είναι έντονες και στην παραμικρή αποτυχία ή έλλειψη επιβράβευσης η αντίδραση της αυτοκριτικής επανέρχεται συνοδευόμενη από ένα φόβο ντροπής και ταπείνωσης. Για παράδειγμα, εάν ένας μαθητής παίρνει συνήθως 19 στα μαθήματα και τώρα πάρει 17, μπορεί αυτόματα να εκφράσει το φόβο αλλά και την πεποίθηση ότι τώρα οι άλλοι τον θεωρούν αποτυχημένο.
Το άτομο με ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας διακατέχεται από φαντασιώσεις προβολής, διάκρισης, επιτυχίας και θαυμασμού από τους άλλους, δύναμης, λάμψης, ομορφιάς και εξιδανικευμένης αγάπης, αλλά και από χρόνια συναισθήματα φθόνουγια όσους αντιλαμβάνεται ως πιο επιτυχημένους από τον ίδιο. Παρά το γεγονός όμως ότι οι φαντασιώσεις αυτές συνήθως υποκαθιστούν τη ρεαλιστική δραστηριότητα, όταν τελικά τίθενται σε ρεαλιστική βάση πραγματοποιούνται χωρίς διάθεση ευχαρίστησης και απόλαυσης, σαν να μην σημαίνουν κάτι ιδιαίτερο και με υπέρμετρη τάση φιλοδοξίας.
Η αυτοεκτίμηση κινείται σε ευαίσθητες ισορροπίες. Το άτομο μπορεί να ασχολείται διαρκώς με το πώς το βλέπουν οι άλλοι, πώς το κρίνουν και το αξιολογούν, να νομίζει ότι όλοι ασχολούνται με εκείνον χωρίς παράλληλα να νιώθει και να αντιλαμβάνεται την παρουσία των άλλων γύρω του. Η μεγάλη αυτή ανάγκη για αναγνώριση και επιβράβευση οδηγεί συνήθως σε μια διαρκή και έντονη ανάγκη προβολής. Αναζητά διαρκώς την προσοχή, το θαυμασμό και τα κομπλιμέντα των άλλων, το χειροκρότημα. Εάν, όμως, κάποιος τον αμφισβητήσει ή ασκήσει κριτική τότε μπορεί να νιώσει πολύ έντονο θυμό και οργή, αίσθημα ντροπής και εξευτελισμού, αλλά και να καλύψει τα συναισθήματα αυτά με μιαμάσκα απάθειας και αδιαφορίας: «Σαν να μην συμβαίνει τίποτα». Αυτό είναι και το σημείο που οι άλλοι άνθρωποι γύρω του μπερδεύονται και πιστεύουν ότι είναι ένα άτομο με μεγάλη αυτοπεποίθηση που νιώθει πολύ δυνατό.
Η ασυνείδητη ανάγκη του ατόμου με ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας, από την παιδική ηλικία μάλιστα, είναι η ανάγκη να δημιουργηθεί μια «ψευδής εικόνα», ένα προσωπείο που να πείθει τους άλλους για τη σπουδαιότητά του. Πίσω όμως από αυτή την «ψευδή εικόνα» κρύβονται έντονα αισθήματα κατωτερότητας, ανεπάρκειας και απαξίωσης του εαυτού. Ο νάρκισσος αγωνίζεται διαρκώς να πείσει με την ψευδή εικόνα του προκειμένου, κατά βάθος, να αποκρύψει την υποτιμημένη εικόνα που έχει για τον εαυτό του και, έτσι, να νιώσει καλύτερα. Γι’ αυτό και ο μεγαλύτερος φόβος του είναι η «αποκάλυψη»και ένα αίσθημα ντροπής που την συνοδεύει όταν νιώθει ότι οι άλλοι ανακαλύπτουν την αδυναμία του και βλέπουν, όπως θεωρεί ο ίδιος, ότι δεν αξίζει πραγματικά.
– Οι σχέσεις με τους άλλους
Τα χαρακτηριστικά της ναρκισσιστικής διαταραχής προσωπικότητας δημιουργούν ιδιαίτερες δυσκολίες στη σύναψη και διατήρηση σχέσεων με τους άλλους ανθρώπους γι’ αυτό και συχνά δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα. Η έντονη καχυποψία και η έλλειψη εμπιστοσύνης θέτουν ιδιαίτερες δυσκολίες. Η έλλειψη ενσυναίσθησης επίσης κάνει τα άτομα με ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας να μην αναγνωρίζουν, να μην νιώθουν και να μην αισθάνονται τα συναισθήματα και τις ανάγκες των άλλων. Οι άλλοι άνθρωποι νιώθουν «σαν να μην τους βλέπουν», και απογοητεύονται μαζί τους ή απομακρύνονται. Για παράδειγμα, ένα άτομο με ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας μπορεί να δυσκολεύεται να νιώσει ότι ένας φίλος του έχει αγωνία για ένα συγκεκριμένο θέμα και να επιμένει να βγουν έξω για να διασκεδάσουν.
Παράλληλα, τα άτομα με ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας αναζητούν διαρκώς την προσοχή των άλλων και θέλουν να απολαμβάνουν την επιβράβευση και τοθαυμασμό. Έτσι, νιώθουν ότι πρέπει να αποτελούν το επίκεντρο της παρέας και θεωρούν ότι οι άλλοι αυτόματα θα πρέπει να δέχονται και να «υποκλίνονται» στις προτιμήσεις και τις προσδοκίες τους. Εάν κάποιος αρνηθεί ή σχολιάσει τη συμπεριφορά τους, ή αμφισβητήσει την αξία τους αυτό εκλαμβάνεται ως επίθεση και εκδηλώνεται έντονος θυμός και οργή, κυρίως από το φόβο της προσωπικής κατάρρευσης και αποκαθήλωσης. Πράγματι, το άτομο με ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας νιώθει καχυποψία, δεν εμπιστεύεται, παρερμηνεύει τα σχόλια ή την κριτική των άλλων και, κυρίως, φοβάται μην «αποκαλυφθεί» και καταρρεύσει η εικόνα που έχει δημιουργήσει. Παράλληλα, νιώθοντας κατά βάθος ότι ο ίδιος υστερεί, φθονεί τα προσόντα και τα προτερήματα των άλλων και αυτό το χαρακτηριστικό λειτουργεί καταστρεπτικά στις σχέσεις με τους άλλους γύρω του. Εάν αντιληφθεί ότι ο άλλος «έχει» κάτι που ο ίδιος δεν έχει, για παράδειγμα, καλύτερες σπουδές, θέση εργασίας κ.ά., μπορεί να θελήσει να τον σχολιάσει αρνητικά και να τον δυσφημίσει. Σαν να θέλει να «πάρει» αυτό που έχει ο άλλος για να νιώσει ότι είναι επαρκής και ότι δεν υστερεί σε κάτι.
Ένα ακόμη στοιχείο της προσωπικότητας των ατόμων με ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας, το οποίο δημιουργεί προβλήματα στη σύναψη σχέσεων, είναι η χειριστικότητα, με άλλα λόγια η τάση χειρισμού των άλλων προκειμένου να επιτύχουν αυτό που θέλουν και τους δικούς τους στόχους. Μόλις γνωρίσουν ένα άτομο ή προκειμένου να δημιουργήσουν μια φιλία κατά βάθος αναζητούν τον τρόπο με τον οποίο το άτομο αυτό μπορεί να τους είναι χρήσιμο. Σαν οι άλλοι να αποτελούν πιόνια τα οποία κινούν προκειμένου να επιτύχουν αυτό που θέλουν. Σε μια ερωτική σχέση ο/η σύντροφος χρησιμοποιείται ως αντικείμενο προκειμένου να ενισχύσει τη δική τους παρουσία και αυτοεκτίμηση.
Είναι γεγονός ότι τα άτομα με ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας δεν αντιλαμβάνονται ότι υπάρχουν όρια, ότι, δηλαδή, οι άλλοι άνθρωποι αποτελούν άτομα ξεχωριστά από τους ίδιους και όχι προεκτάσεις του εαυτού τους. Γι’ αυτό και όταν δημιουργούν μια σχέση θεωρούν αυτόματα ότι ο άλλος σκέπτεται, νιώθει κλπ. όπως οι ίδιοι, γιατί δεν αντιλαμβάνονται το άλλο άτομο ως μια διαφορετική οντότητα. Οι άλλοι μπορεί να αποτελούν είτε προεκτάσεις του εαυτού τους ή να μην υπάρχουν καθόλου. Είναι σημαντικό όμως να τονιστεί ότι η εκδήλωση αυτής της συμπεριφοράς δεν πραγματοποιείται υπό μια συμφεροντολογική έννοια ή με έλλειψη συνείδησης, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με ένα ψυχοπαθητικό άτομο. Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν οι νάρκισσοι είναι πράγματι ο τρόπος με τον οποίο έχουν οι ανατραφεί από την παιδική τους ηλικία και απλά οι ίδιοι ασυνείδητα τον επαναλαμβάνουν χωρίς παράλληλα να νιώθουν ικανοποιημένοι από αυτόν.
– Αίτια
Όπως προαναφέρθηκε, η ανάπτυξη του βρέφους εκκινεί από μια ναρκισσιστική κατάσταση: το βρέφος νιώθει ότι αποτελεί το επίκεντρο του κόσμου και είναι απορροφημένο από τον εαυτό του. Αυτό αποτελεί ένα φυσιολογικό στάδιο ανάπτυξης. Στη συνέχεια της εξέλιξης το βρέφος αρχίζει να αλληλεπιδρά με τα πρόσωπα του περιβάλλοντός του, να δημιουργεί σχέσεις και να νιώθει ότι αποτελεί μια αυθύπαρκτη οντότητα. Εάν όμως σε αυτό το στάδιο δεν συναντήσει ανταπόκριση από το περιβάλλον του, αν, για παράδειγμα, οι γονείς του είναι απόντες (φυσικά ή συναισθηματικά), ή είναι οι ίδιοι δέσμιοι των ναρκισσιστικών τους αναγκών, το βρέφος δεν μπορεί να εξελιχθεί, να αγαπήσει, και παραμένει προσκολλημένο στον εαυτό του, σαν τον Νάρκισσο, να αγαπά και να θαυμάζει μόνο τον εαυτό του. Με άλλα λόγια, η ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας δημιουργείται από μια έντονα τραυματική εμπειρία ή μια σειρά έντονων τραυματικών εμπειριών που αφορούν κυρίως τη σχέση προσκόλλησης/ αποχωρισμού από τους γονείς και αυτό αποτελεί και το πιο χαρακτηριστικό πρόβλημα ενός ατόμου με ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας: η δυσκολία να δεθεί συναισθηματικά και να εμπιστευθεί τους άλλους ανθρώπους. Η συγκεκριμένη τραυματική εμπειρία έχει πραγματοποιηθεί κατά την παιδική ηλικία και η συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού έχει σταματήσει σε αυτό το στάδιο ανάπτυξης. Όμως, το τραύμα που έχει βιωθεί ήταν τόσο έντονο και ο πόνος τόσο ισχυρός που το άτομο για να τον αντέξει και να επιβιώσει άρχισε να δημιουργεί μια ψευδή εικόνα εαυτού, μια μάσκα, όπως προαναφέρθηκε, που τον προστατεύει από τον εξωτερικό κόσμο. Η πεποίθηση όμως ότι οι άλλοι άνθρωποι είναι κακοί και ότι δεν αξίζουν την εμπιστοσύνη του έχει παραμείνει και επηρεάζει κάθε διάσταση της συμπεριφοράς του. Πολλά ναρκισσιστικά άτομα μάλιστα αναπτύσσουν την ικανότητα να εναλλάσσουν μια ποικιλία ρόλων και «ταυτοτήτων» ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Συχνά, όμως, νιώθουν ότι δεν μπορούν να συσχετίσουν και να κατανοήσουν τις διαφορετικές πλευρές του εαυτού τους και νιώθουν φόβο αποξένωσης αλλά και αποκάλυψης της πραγματικής τους εικόνας.
Ιδιαίτερα στοιχεία της συμπεριφοράς των γονιών προς τα παιδιά παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο, όπως, για παράδειγμα, η έντονη επιβράβευση και ο θαυμασμός για καλές συμπεριφορές καθώς και η έντονη κριτική για κακές συμπεριφορές κατά την παιδική ηλικία. Επίσης, ο υπέρμετρος θαυμασμός που δεν εξισορροπείται ποτέ από μια ανατροφοδότηση σε μια ρεαλιστική βάση. Τέλος, γονείς με ναρκισσιστικά στοιχεία προσωπικότητας επιζητούν συγκεκριμένες συμπεριφορές από τα παιδιά τους καθώς νιώθουν ότι τα παιδιά αποτελούν προεκτάσεις του εαυτού τους και ότι πρέπει να τους εκπροσωπούν με τρόπους που καλύπτουν και ανταποκρίνονται στις δικές τους συναισθηματικές ανάγκες. Έτσι, συχνά, καταλήγουν να δημιουργούν σχέσεις αποξένωσης με τα παιδιά τους στις οποίες υποθάλπουν συναισθήματα πικρίας και αυτοκαταστροφής.
– Επίλογος
Το άτομο με ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας βιώνει μια ψευδή αίσθηση εαυτού καικαταθλιπτικά στοιχεία τον ακολουθούν στις περισσότερες σχέσεις και δραστηριότητές του. Παραδόξως, βέβαια, ναρκισσιστικά άτομα συναντά κανείς σε πολλές σημαντικές θέσεις εργασίας, μάλιστα σε υψηλά ιστάμενες θέσεις, με σημαντικές απαιτήσεις καριέρας, σε καίριες θέσεις πολιτικής και εξουσίας. Είναι γεγονός ότι πολλά επαγγέλματα αλλά και πολλές μεγάλες εταιρίες και οργανισμοί λειτουργούν με έναν εντελώς ναρκισσιστικό τρόπο (επιζητώντας πάντα την εικόνα, την επιτυχία, την προβολή) καλλιεργώντας στο προσωπικό την ανάγκη δημιουργίας μιας ψευδούς εικόνας εαυτού προκειμένου να επιτύχουν και να επιβιώσουν στο χώρο εργασίας. Σημασία έχει πάντα το τι φαίνεται και το τι πρέπει να δείχνουν προς τους άλλους: ότι είναι πάντα δυνατοί, μη συναισθηματικοί, απαθείς στα συναισθήματα των άλλων και έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τα πάντα. Η κοινωνία γενικότερα λειτουργεί ναρκισσιστικά σε όλα τα επίπεδα. Τονίζεται πάντα μόνο η νεότητα, ο ψευδής εαυτός και όχι η ουσία, το τι φαίνεται προς τα έξω και το τι παρουσιάζει κανείς στους άλλους. Το γήρας αντιμετωπίζεται με κυνήγι όλο και περισσότερων πλαστικών επεμβάσεων και όχι με αναζήτηση βαθύτερου νοήματος και υποστηρικτικών σχέσεων με τους άλλους ανθρώπους. Η στροφή είναι πάντοτε προς υλικά αγαθά και αποκτήματα και όχι προς συναισθηματική έκφραση και ανατροφοδότηση. Όσο όμως και αν συμβαίνουν αυτά και τα κοινωνικά δεδομένα στρέφονται όλο και περισσότερο σε ναρκισσιστικές επιδιώξεις, το άτομο με ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας δεν παύει να ζει μια ζωή «κενή» που υποκρύπτει θλίψη, φόβο και έλλειψη ουσιαστικού νοήματος.
Παράλληλα, το άτομο με ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας δεν αναζητά εύκολα την ψυχοθεραπευτική βοήθεια παρά μόνο όταν συμβεί κάτι στη ζωή του που τον /την επηρεάζει σημαντικά και τον εμπλέκει σε σημαντικές δυσκολίες. Πράγματι, σε μια ναρκισσιστική κοινωνία ένας νάρκισσος πολιτικός, γιατρός, διευθυντής μιας μεγάλης εταιρείας μπορεί να ζει αρκετά χρόνια σε μια κατάσταση ψευδούς αίσθησης ικανοποίησης και ευχαρίστησης. Όταν όμως συμβεί κάτι που διαταράσσει και κλονίζει στο ελάχιστο αυτή την ισορροπία (κυρίως το γήρας αλλά και επαγγελματικές δυσκολίες ή αποτυχίες κλπ.) τότε το άτομο καταρρέει και οδηγείται στην κατάθλιψη με έντονο συναίσθημα πόνου για το κενό που βιώνει. Τότε τα αποθέματα ψυχικής ισορροπίας και ανατροφοδότησης εξαντλούνται και είναι απαραίτητη η ψυχοθεραπευτική βοήθεια.
Συνοψίζοντας πρέπει να τονίσουμε ότι ο υγιής ναρκισσισμός είναι απαραίτητος προκειμένου το άτομο να φροντίζει και να εξελίσσει τον εαυτό του αλλά και να μπορεί να αντιλαμβάνεται και να θέτει σε ισορροπία τις δικές του ανάγκες σε σχέση με των άλλων. Η ισορροπία διαταράσσεται όταν οι ναρκισσιστικές άμυνες έρχονται να καλύψουν τον πόνο ιδιαίτερα τραυματικών εμπειριών και δεν επιτρέπουν στο άτομο τη δημιουργία ουσιαστικών σχέσεων με τους άλλους ανθρώπους. Τότε είναι απαραίτητη η ψυχοθεραπευτική βοήθεια που θα θέσει τις βάσεις για τη δημιουργία πιο ουσιαστικών σχέσεων και θα καλύψει το άτομο συναισθηματικά. Ε. Τζελέπη
Όλοι μας νιώθουμε ευάλωτοι σε θέματα που αφορούν το ποιοι είμαστε και πόση αξία έχουμε και προσπαθούμε να ζούμε με τέτοιο τρόπο τη ζωή μας ώστε να έχουμε θετικά συναισθήματα για τον εαυτό μας.Η υπερηφάνεια που νοιώθουμε για τον εαυτό μας αυξάνεται όταν οι σημαντικοί άλλοι μας αποδέχονται και τραυματίζεται όταν μας απορρίπτουν.Ορισμένοι από εμάς προβληματιζόμαστε τόσο πολύ με τα ναρκισσιστικά μας εφόδια ή την εκτίμησή μας ώστε μπορεί να θεωρηθεί ότι ασχολούμαστε υπερβολικά με τον εαυτό μας.
Η υπερηφάνεια που νοιώθουμε για τον εαυτό μας αυξάνεται όταν οι σημαντικοί άλλοι μας αποδέχονται και τραυματίζεται όταν μας απορρίπτουν.Ορισμένοι από εμάς προβληματιζόμαστε τόσο πολύ με τα ναρκισσιστικά μας εφόδια ή την εκτίμησή μας ώστε μπορεί να θεωρηθεί ότι ασχολούμαστε υπερβολικά με τον εαυτό μας. Όροι όπως ναρκισσιστική προσωπικότητα και παθολογικός ναρκισσισμός αποδίδουν κατάλληλα αυτό το δυσανάλογο βαθμό του ενδιαφέροντος ορισμένων ατόμων για τον εαυτό τους και δεν αναφέρονται στη συνηθισμένη ανταπόκριση που εκφράζει ένα άτομο όταν γίνεται αποδεκτό από το περιβάλλον και στην ευαισθησία που επιδεικνύει απέναντι στην κριτική.
Ο κόσμος μεταβάλλεται ραγδαία, μετακινούμαστε συχνά, τα μέσα εκμεταλλεύονται τις ανασφάλειές μας και τρέφουν τη ματαιοδοξία και την απληστία μας, ο υλισμός καθιστά ανίσχυρες τις εσωτερικές νόρμες και παραδόσεις. Στις μαζικές κοινωνίες και σε εποχές ραγδαίας αλλαγής, η άμεση εντύπωση που προκαλεί ένα άτομο στους άλλους μπορεί να είναι πιο επιτακτική από την τιμιότητα και την ειλικρίνειά του, χαρακτηριστικά που εκτιμώνται σε μικρότερες και πιο σταθερές κοινωνίες, όπου οι άνθρωποι γνωρίζουν καλά ο ένας τον άλλο ώστε να κρίνουν ένα άτομο με βάση το παρελθόν και τη φήμη του.Στις μέρες μας οι ναρκισσιστικοί ασθενείς βιώνουν συχνά το συναίσθημα της κενότητας. Με άλλα λόγια, ανησυχούν ότι δεν ταιριάζουν στο περιβάλλον τους, όχι ότι προδίδουν τις αρχές τους, και μπορεί να ασχολούνται επίμονα με στοιχεία που παρατηρούνται εύκολα από τους άλλους, όπως η ομορφιά, η φήμη, ο πλούτος ή η πολιτική ορθότητα, από ό,τι με πτυχές της ταυτότητας και της ακεραιότητάς τους που είναι πιο προσωπικές. Η εικόνα αντικαθιστά την ουσία και ο εαυτός που ένα άτομο επιδεικνύει στον κόσμο, θεωρείται πιο αξιόπιστη από το πραγματικό πρόσωπο ενός ατόμου.
Ο ναρκισσιστικός άνθρωπος παρουσιάζεται ως σίγουρος για τον εαυτό του, υπερόπτης, ενεργητικός, συχνά εντυπωσιακός στο παρουσιαστικό του και ο οποίος συνήθως προλαβαίνει κάθε επίθεση προς το πρόσωπό του, επιτιθέμενος ο ίδιος. Όμως όλα τα ναρκισσιστικά άτομα μοιράζονται μια εσωτερική αίσθηση τρόμου, ανεπάρκειας, ντροπής, αδυναμίας και κατωτερότητας. Οι αντισταθμιστικές συμπεριφορές τους μπορεί να διαφοροποιούνται πολύ, αποκαλύπτουν όμως παρόμοιες ενασχολήσεις. Έτσι άτομα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, εύλογα μπορεί να θεωρηθούν άτομα με ναρκισσιστική οργάνωση της προσωπικότητας.
Σε αντίθεση με τα αντικοινωνικά άτομα, τα οποία δημιουργούν προφανή και σοβαρά προβλήματα στην κοινωνία, τα ναρκισσιστικά άτομα παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλομορφία, η ψυχοπαθολογία τους δεν είναι τόσο εμφανείς και δεν προκαλούν τόσο μεγάλη βλάβη. Τα ναρκισσιστικά άτομα που έχουν σημειώσει επιτυχίες σε οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, στρατιωτικό ή οποιοδήποτε άλλο επίπεδο, είναι πιθανό να αποτελούν αντικείμενο θαυμασμού και μίμησης από το περιβάλλον τους. Το εσωτερικό κόστος της ναρκισσιστικής τους πείνας για αναγνώριση, σπάνια γίνεται ορατό από τους παρατηρητές και τα τραύματα που προκαλούνται στους άλλους κατά την πραγματοποίηση των ναρκισσιστικών τους ενορμήσεων, είναι δυνατόν να εκλογικευτούν ως ασήμαντα ή ως απαραίτητες παρενέργειες, σύμφωνα με τη ρήση: Δεν είναι δυνατόν να φτιάξει κανείς ομελέτα χωρίς να σπάσει αυγά.
Τα βασικά συναισθήματα που συνδέονται με την ναρκισσιστική προσωπικότητα είναι η ντροπή και ο φθόνος. Η προσωπική εμπειρία των ναρκισσιστικών ατόμων διακατέχεται από συναισθήματα ντροπής και φόβου ότι θα ντροπιαστούν μπροστά στους άλλους.
Πολλοί θεραπευτές υποτιμούν αυτά τα συναισθήματα θεωρώντας τα λανθασμένα ως ενοχές και πραγματοποιώντας ερμηνείες προσανατολισμένες στην ενοχή, τις οποίες οι ναρκισσιστικοί ασθενείς θεωρούν μη ενσυναισθητικές. H ενοχή είναι η πεποίθηση ότι ένα άτομο είναι αμαρτωλό ή ότι έχει διαπράξει κάποια σφάλματα.Σε ψυχαναλυτικό επίπεδο, η κατανόηση της ενοχής γίνεται σε σχέση με την ενεργοποίηση ενός επικριτικού γονέα που έχει εσωτερικευθεί. Η ντροπή είναι η αίσθηση ότι το άτομο γίνεται αντιληπτό από τους άλλους ως κακό και ότι έχει σφάλει. Σε αυτή την περίπτωση το κοινό που παρακολουθεί βρίσκεται έξω από τον εαυτό του ατόμου. Η ενοχή ενέχει την έννοια μιας ενδεχομένως κακής πράξης, ενώ η ντροπή έχει την έννοια του αβοήθητου, της ασχήμιας και της ανικανότητας.
H ευαλωτότητα του ναρκισσιστικού ατόμου στο φθόνο, είναι επίσης, ένα σχετικό φαινόμενο. Εάν εγώ, ως άτομο, πιστεύω μέσα μου ότι είμαι ελλιπής κατά κάποιον τρόπο και ότι υπάρχει ο κίνδυνος αποκάλυψης των ανεπαρκειών μου, τότε πιθανότατα θα φθονώ οποιονδήποτε θεωρώ ότι έχει αυτά που δεν έχω εγώ ή που έχει πλεονεκτήματα τα οποία πιστεύω ότι θα αντιστάθμιζαν αυτά που μου λείπουν. Ο φθόνος μπορεί, επίσης, να είναι η ρίζα της επικριτικής διάθεσης προς τον εαυτό και τους άλλους. Εάν αισθάνομαι ελλιπείς και θεωρώ ότι εσείς τα έχετε όλα, ίσως προσπαθήσω να καταστρέψω αυτά που έχετε, περιφρονώντας ή κατακρίνοντας αυτά τα αγαθά.Οι ψυχικοί αμυντικοί μηχανισμοί που χρησιμοποιούν οι ναρκισσιστικοί ασθενείς είναι κυρίως η εξιδανίκευση και η υποτίμηση. Αυτές οι διεργασίες είναι συμπληρωματικές. Όταν ο εαυτός του ατόμου εξιδανικεύεται ταυτόχρονα υποτιμάται ο εαυτός των άλλων ατόμων και αντιστρόφως.Υπάρχει μια σταθερή διεργασία ταξινόμησης την οποία τα ναρκισσιστικά άτομα χρησιμοποιούν για να αντιμετωπίσουν οποιοδήποτε θέμα τους απασχολεί: Ποιος είναι ο καλύτερος γιατρός; Ποιο είναι το καλύτερο σχολείο; Που γίνεται η πιο αυστηρή εκπαίδευση; Τα αντικειμενικά πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα μπορεί να παραμερίζονται εντελώς από σκέψεις που αφορούν μόνο την αίγλη που θα έ χουν τα άτομα και οι δομές της επιλογής τους.Μια άλλη αμυντική θέση που παγιδεύονται τα ναρκισσιστικά άτομα είναι η τελειοθηρία. Επιδιώκουν μη ρεαλιστικά ιδανικά, είτε πείθουν τον εαυτό τους ότι έχουν επιτύχει τους στόχους τους ( μεγαλειώδης αποτέλεσμα ) είτε αντιδρούν στην αποτυχία τους νοιώθοντας ατελείς και όχι απλοί συνηθισμένοι άνθρωποι που κάποιες φορές μπορεί και να αποτυγχάνουν ( καταθλιπτικό αποτέλεσμα ). Στα πλαίσια μιας θεραπευτικής σχέσης πιθανόν να έχουν την προσδοκία ότι με αυτόν τον τρόπο θα τελειοποιήσουν τον εαυτό τους και όχι ότι θα τον κατανοήσουν και θα ανακαλύψουν αποτελεσματικότερους τρόπους αντιμετώπισης των αναγκών τους.
Η απαίτηση για τελειότητα εκφράζεται με χρόνια κριτική του εαυτού ή των άλλων, με αποτέλεσμα την ανικανότητα να βρει χαρά μέσα στη ρευστότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Μερικές φορές τα ναρκισσιστικά άτομα χειρίζονται το πρόβλημα της αυτοεκτίμησης θεωρώντας κάποιο άλλο πρόσωπο – ένα δάσκαλο, έναν εραστή, ένα φίλο, έναν ήρωα – τέλειο και στη συνέχεια αισθάνονται υπέρμετρη υπερηφάνεια, ταυτιζόμενοι με το πρόσωπο αυτό. Μερικά άτομα έχουν μακροχρόνια πρότυπα εξιδανίκευσης κάποιου ατόμου και στη συνέχεια όταν αυτό το άτομο επιδείξει κάποια ατέλεια, το ρίχνουν από το βάθρο που του έχουν στήσει. Οι τελειοθηρικές λύσεις ουσιαστικά οδηγούν σε ματαίωση . Αυτό σημαίνει ότι το άτομο δημιουργεί υπερμεγέθη ιδανικά για να αντισταθμίσει τις ατέλειες που αντιλαμβάνεται στον εαυτό του, ο οποίος βιώνεται τόσο περιφρονητέος ώστε τίποτα άλλο εκτός από την τελειότητα δεν θεωρείται δυνατό να τις αναπληρώσει.
Ωστόσο, από τη στιγμή που κανένας δεν είναι τέλειος, αυτή η στρατηγική είναι καταδικασμένη και η υποτίμηση του εαυτού του κάνει πάλι την επανεμφάνισή της.
Πολλές οικογένειες εκμεταλλεύονται ασυνείδητα τα φυσικά ταλέντα ενός παιδιού με σκοπό τη διατήρηση της δικής τους αυτοεκτίμησης και αυτό το παιδί μεγαλώνει μέσα σε σύγχυση σχετικά με το ποιού τη ζωή θα ζήσει: τη δική του ή της οικογένειάς του. Το πιθανότερο είναι ότι τέτοια χαρισματικά παιδιά αντιμετωπίζονται ως ναρκισσιστικές προεκτάσεις των άλλων και έτσι έχουν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν ναρκισσιστικοί ενήλικοι.
Όλοι μας θέλουμε για τα παιδιά μας, όσα έλειπαν από εμάς, και αυτή είναι μια ακίνδυνη επιθυμία στο βαθμό που δεν τους ασκούμε πίεση να ζήσουν τη ζωή τους για χάρη μας.
Οι περισσότεροι γονείς αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους μέσα από ένα μείγμα προσωπικών ναρκισσιστικών αναγκών και αληθινής ενσυναίσθησης. Κάθε παιδί θεωρείται σε κάποιο βαθμό ναρκισσιστική προέκταση, και όταν αυτό γίνεται με μέτρο, τα παιδιά χαίρονται να τους φέρονται με αυτόν τον τρόπο.
Μια από τις μεγαλύτερες χαρές των παιδιών είναι να κάνουν τους γονείς να αισθάνονται περήφανοι, να γίνονται και οι ίδιοι οι γονείς αντικείμενο θαυμασμού, όταν το παιδί τους απολαμβάνει την εκτίμηση των γύρω του. Ως συνήθως , αυτό είναι ζήτημα βαθμού και ισορροπίας. Όμως λαμβάνει και το παιδί την προσοχή των γονιών του είτε οι στόχοι τους εξυπηρετούνται είτε όχι;Μια πτυχή της ανατροφής των ατόμων που γίνονται ναρκισσιστικά, είναι μια οικογενειακή ατμόσφαιρα συνεχούς αξιολόγησης. Εάν ένας γονέας πιστεύει ότι το παιδί του είναι ζωτικής σημασίας για τη δική του αυτοεκτίμηση, τότε κάθε φορά που το παιδί θα τον απογοητεύει, ο γονέας θα του ασκεί κριτική είτε άμεσα είτε καλυμμένα. Δεν υπάρχει γονέας που να μην ασκεί κριτική στο παιδί του. Όμως το μήνυμα ότι ένα παιδί δεν είναι αρκετά καλό, έτσι γενικά και αόριστα, είναι εντελώς διαφορετικό από τη συγκεκριμένη κριτική του γονέα για μια ενοχλητική συμπεριφορά. Μια ατμόσφαιρα συνεχούς επαίνου και επευφημίας, την οποία συναντά κανείς σε ορισμένες οικογένειες με ναρκισσιστικά παιδιά, είναι εξίσου καταστρεπτική για την ανάπτυξη ρεαλιστικής αυτοεκτίμησης. Το παιδί πάντα έχει επίγνωση όταν υφίσταται κριτική, ακόμη και όταν η κριτική των γονέων είναι θετική. Αναγνωρίζει, ως ένα βαθμό, ότι υπάρχει κάτι ψεύτικο στη στάση του σταθερού θαυμασμού από μέρους του γονέα, και παρότι συνειδητά, λόγω του τρόπου που ανατράφηκε, μπορεί να αισθάνεται ότι έχει μόνο δικαιώματα, στην πραγματικότητα ανησυχεί για την απάτη και καταλαβαίνει ότι δεν αξίζει αυτή τη λατρεία η οποία δεν αναφέρεται στον πραγματικό χαρακτήρα. Αυτό που δεν αποτελεί θέμα για έναν γονέα είναι κεντρικής σημασίας για έναν άλλο.
Όλοι μας θέλουμε για τα παιδιά μας όσα έλειπαν από εμάς, και αυτή είναι μια ακίνδυνη επιθυμία στο βαθμό που δεν τους ασκούμε πίεση να ζήσουν τη ζωή τους για χάρη μας. Σε διαφορετική περίπτωση το μήνυμα που εκπέμπεται στο παιδί, ότι αντίθετα με μας, εσύ μπορείς να τα έχεις όλα, είναι εξαιρετικά καταστροφικό, και αυτό γιατί κανείς δεν μπορεί να τα έχει όλα.Κάθε γενιά θα έρχεται αντιμέτωπη με τους δικούς της περιορισμούς. Η εξάρτηση της αυτοεκτίμησης ενός ατόμου από έναν τόσο εξωπραγματικό στόχο είναι μια κατάρα που κληρονομεί το παιδί.
Έχω ήδη αναφερθεί στον τρόπο με τον οποίο βιώνουν τον εαυτό τους τα ναρκισσιστικά άτομα. Έχουν μια αίσθηση ακαθόριστης εξαπάτησης, ντροπής, φθόνου, κενότητας, ασχήμιας και κατωτερότητας ή τα αντισταθμιστικά στοιχεία αυτών των αισθημάτων: πιστεύουν ότι έχουν πάντα δίκιο και νοιώθουν υπερηφάνεια, περιφρόνηση, αμυντική αυτάρκεια, ματαιοδοξία και αίσθημα υπεροχής. Οι μοναδικές επιλογές που έχει ένα ναρκισσιστικό άτομο για να οργανώσει την εσωτερική του εμπειρία είναι αυτή ενός μεγαλειώδους, ολοκληρωτικά καλού εαυτού ή ενός υποβιβασμένου, ολοκληρωτικά κακού εαυτού. Η αίσθηση ενός ατόμου ότι είναι αρκετά καλό δεν περιλαμβάνεται στις εσωτερικές του κατηγορίες.
Τα ναρκισσιστικά άτομα έχουν ως ένα βαθμό επίγνωση της ψυχολογικής τους ευθραυστότητας. Φοβούνται ότι θα καταρρεύσουν, ότι θα χάσουν τη συνοχή του εαυτού τους κυρίως όταν δέχονται κριτική. Αισθάνονται ότι η ταυτότητά τους είναι πάρα πολύ εύθραυστη για να μπορέσει να διατηρήσει τη συνοχή της και να αντέξει τις έντονες δοκιμασίες. Συχνά, ο φόβος του θρυμματισμού του εσωτερικού τους εαυτού μετατίθεται σε μία υπερβολική ενασχόληση με τη σωματική τους υγεία. Έτσι, τα άτομα αυτά είναι επιρρεπή στην υποχονδρία και τη θανατοφοβία.Η μεταμέλεια και η ευγνωμοσύνη είναι στάσεις τις οποίες τα ναρκισσιστικά άτομα έχουν την τάση να αρνούνται.
Η μεταμέλεια ενός ατόμου, για κάποιο προσωπικό του σφάλμα ή ζημιά που διέπραξε, ενέχει την παραδοχή μιας προσωπικής ατέλειας και η ευγνωμοσύνη για τη βοήθεια που δέχτηκε από κάποιο άλλο άτομο, την αναγνώριση ότι έχει ανάγκες.Επειδή το ναρκισσιστικό άτομο προσπαθεί να οικοδομήσει μια θετική αίσθηση του εαυτού του πάνω στην αυταπάτη ότι δεν έχει ατέλειες και ότι δεν βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης, φοβάται ότι η παραδοχή ενοχής ή εξάρτησης από τους άλλους φανερώνει κάτι που είναι πραγματικά αξιοκαταφρόνητο. Η ειλικρινής συγγνώμη και το εγκάρδιο ευχαριστώ, οι εκφράσεις μεταμέλειας και ευγνωμοσύνης, μπορούν έτσι να αποφευχθούν ή να υποτιμηθούν από τα ναρκισσιστικά άτομα, με αποτέλεσμα την απογύμνωση των σχέσεων με τους συνανθρώπους τους.
Διάγνωση και συνοσηρότητα
Η ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας συνυπάρχει συχνά με την καταθλιπτική διαταραχή, με διαταραχές που σχετίζονται με τη χρήση διαφόρων ουσιών καθώς και με την ψυχογενή ανορεξία. Μπορεί, επίσης, να συνυπάρχει και με άλλες διαταραχές προσωπικότητας της ίδιας ομάδας (π.χ. αντικοινωνική, μεταιχμιακή), καθώς και με την παρανοειδή διαταραχή προσωπικότητας.
Η διάγνωση γίνεται κυρίως διαμέσου προσωπικών συνεντεύξεων. Ορισμένες φορές, ίσως είναι απαραίτητη και η βοήθεια κάποιου προβολικού τεστ, όπως είναι το Rorschach.
Οι ναρκισσιστικοί ασθενείς εκδηλώνουν έντονες αντιδράσεις προς το θεραπευτή. Μπορεί να τον υποτιμήσουν ή να τον εξιδανικεύσουν με έντονο τρόπο. Ωστόσο παραμένουν αδιάφοροι για το νόημα αυτών των αντιδράσεων και βρίσκονται σε σύγχυση ως προς τον λόγο για τον οποίο ο κλινικός επικεντρώνεται σε αυτές. Συνήθως, οι μεταβιβάσεις τους είναι τόσο συντονικές με το Εγώ τους ώστε είναι δύσκολο να ανιχνευθούν. Ένας ναρκισσιστικός ασθενείς πιστεύει ότι υποτιμά το θεραπευτή του επειδή είναι πραγματικά άτομο δεύτερης κατηγορίας, ή τον εξιδανικεύει επειδή θεωρεί ότι αντικειμενικά είναι υπέροχος. Εάν ο θεραπευτής που έχει υποτιμηθεί από τον ασθενεί του αναφερθεί στην επικριτική στάση του ασθενή προς το θεραπευτή , θα γίνει αντιληπτός ως αμυντικό άτομο. Εάν πάλι ένας θεραπευτής που έχει εξιδανικευτεί από το ναρκισσιστικό άτομο σχολιάσει την υπερτίμηση στο πρόσωπό του, ο ασθενής θα τον εξιδανικεύσει ακόμα περισσότερο, ως ένα άτομο που η τελειότητά του περιλαμβάνει και αξιοθαύμαστη ταπεινοφροσύνη.
Άλλα σχετικά φαινόμενα αντιμεταβίβασης είναι οι αντιδράσεις πλήξης, ευερεθιστότητας, υπνηλίας και μιας ακαθόριστης αίσθησης του θεραπευτή ότι τίποτα δεν συμβαίνει στη θεραπεία. Η ψυχαναλυτική εξήγηση που δίνεται για αυτά τα φαινόμενα σχετίζεται με το ιδιαίτερο είδος της μεταβίβασης των ναρκισσιστικών ασθενών. Αντί να προβάλουν στο θεραπευτή ένα συγκεκριμένο εσωτερικό αντικείμενο, όπως ένα γονέα, τα άτομα αυτά καθρεφτίζουν πάνω του μια πτυχή του εαυτού τους. Δηλαδή αντί να αισθανθούν ότι ο θεραπευτής είναι σα τη μητέρα τους ή τον πατέρα τους, παρόλο που μερικές φορές είναι ορατές και τέτοιου είδους μεταβιβάσεις, προβάλουν στο θεραπευτή τη μεγαλειώδη ή την υποτιμημένη πλευρά του εαυτού τους. Με αυτό τον τρόπο ο θεραπευτής γίνεται ένα δοχείο που καλείται να εμπεριέχει την εσωτερική διεργασία διατήρησης της αυτοεκτίμησης του ναρκισσιστικού ασθενή. Ο θεραπευτής μπορεί να θορυβηθεί ή ακόμη και να χάσει το ηθικό του βλέποντας ότι ο ασθενής τον χρησιμοποιεί για να διατηρήσει την αυτοεκτίμησή του και ότι δεν τον αντιλαμβάνεται ως ξεχωριστό άτομο. Ωστόσο, οι περισσότεροι θεραπευτές αναφέρουν ότι μπορούν να αντέχουν, να ελέγχουν και να αντλούν ενσυναίσθηση από τέτοιες αντιδράσεις, από τη στιγμή που τις αντιμετωπίζουν ως γνώριμα και αναμενόμενα χαρακτηριστικά της θεραπείας των ναρκισσιστικών ασθενών. Η τάση του θεραπευτή να αισθάνεται ελαττωματικός στο ρόλο του, καθρεφτίζει με πραγματικά αναπόφευκτο τρόπο τα κεντρικά προβλήματα ενός ναρκισσιστικού ασθενή με την αυτοαξία του. Σε αυτή την περίπτωση είναι ανακουφιστικό για το θεραπευτή να αναθεωρήσει τη διαγνωστική του εκτίμηση και να πάψει να αναρωτιέται συνεχώς τι κάνει λάθος στη θεραπεία.
Ένας θεραπευτής που είναι ικανός να βοηθήσει ένα ναρκισσιστικό άτομο να αποδεχτεί τον εαυτό του χωρίς να υπερτιμήσει ή να υποτιμήσει τους άλλους έχει πετύχει κάτι καλό και ταυτόχρονα δύσκολο. Βασική προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της ναρκισσιστικής παθολογίας είναι η υπομονή. Κανένας θεραπευτής που θέτει ως στόχο του την γρήγορη αλλαγή της ψυχολογίας των ναρκισσιστικών ασθενών δεν το έχει κατορθώσει σε σύντομο χρονικό διάστημα. Μολονότι η τροποποίηση οποιασδήποτε δομής του χαρακτήρα είναι μια μακροχρόνια διαδικασία, η απαίτηση για υπομονή είναι εντονότερη για τους ναρκισσιστικούς ασθενείς από ότι με άλλες διαγνωστικές κατηγορίες ασθενών, επειδή ο θεραπευτής θα πρέπει να ανεχτεί τις αντιμεταβίβαστικές αντιδράσεις της ανίας και της αποθάρρυνσης.
Η αίσθησή τους πως υπερέχουν των πάντων αποδυναμώνει και αυτή από την πλευρά της το κίνητρό τους για αναζήτηση βοήθειας καθώς θεωρούν πως μόνο μια αυθεντία μπορεί να βοηθήσει ένα τόσο προικισμένο άτομο όπως είναι αυτοί. Θυμάμαι ένα άτομο με ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, που είπε : «Ελπίζω να είστε πιο έξυπνος και προικισμένος από εμένα για να μπορέσετε να με βοηθήσετε».
Μια θεραπευτική στάση αποδοχής, παντελούς απουσίας ακόμα και της ελαχιστότατης αμφισβήτησης ή ανταγωνισμού, σε συνδυασμό με μια αυθεντική συναισθαντικότητα, αποδοχή και ευαισθησία από την πλευρά του θεραπευτή αποτελούν την καλύτερη εγγύηση για την εγκαθίδρυση μιας θεραπευτικής συμμαχίας προς όφελος του θεραπευόμενου.